ψυχογραφία

ψυχογραφία
Η γραφική απεικόνιση των ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ύστερα από ψυχολογική εξέτασή του. Η ψ. επιτυγχάνεται με την έρευνα της όλης προσωπικότητας του ατόμου και τον καθορισμό των ουσιωδών γνωρισμάτων και χαρακτηριστικών του. Με την έρευνα των ψυχικών λειτουργιών και ικανοτήτων, καθώς και των ψυχικών εκδηλώσεων του ατόμου, καθορίζονται ορισμένες σταθερές προδιαθέσεις που κατευθύνουν την προσωπικότητα σε κάθε περίπτωση. Για τον καθορισμό του ψυχογραφήματος, ακολουθούν διάφορες μεθόδους, ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκει κάθε φορά ο ψυχογράφος. Ο Άντλερ χρησιμοποίησε την ψυχαναλυτική μέθοδο για τη διάγνωση και τη θεραπεία των νευρωτικών και των ψυχοπαθών. Το ψυχογράφημα δείχνει την ψυχική κατάσταση του ατόμου που εξετάζεται σε μια ορισμένη στιγμή ή τις μεταβολές και εξελίξεις που παθαίνει το άτομο σε ένα χρονικό διάστημα ή γενικότερα την ψυχική του κατάσταση.
* * *
η, Ν
1. περιγραφή τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου
2. γραφική απεικόνιση τού χαρακτήρα ενός ατόμου με εξακρίβωση ορισμένων χαρακτηριστικών ιδιοτήτων του
3. (στους πνευματιστές) η διά μέσου τών μεσαζόντων γραφή τών όσων, όπως αυτοί πιστεύουν, υπαγορεύουν τα πνεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -γραφία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψυχογραφία — η 1. κλάδος της ψυχολογίας που περιγράφει τις ψυχικές ικανότητες ενός ατόμου. 2. στον πνευματισμό, η γραφή από τα μέντιουμ εκείνων που υπαγορεύονται τάχα από τα πνεύματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχογραφικός — ή, ό, Ν [ψυχογραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχογραφία …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • ψυχογράφος — ο, η, Ν ειδικός που διενεργεί ψυχογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • Κονδυλάκης, Ιωάννης — (Βιάννος Κρήτης 1862 – Ηράκλειο 1920). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Οι γυμνασιακές σπουδές του στην Κρήτη και στην Αθήνα προχώρησαν άτακτα και ανώμαλα. Σε ηλικία 23 ετών, «μυστακοφόρος και σοβαρός», όπως αναφέρει θυμοσοφικά κάπου ο ίδιος, ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Μαρκετάκη, Τώνια — (Ανδραβίδα Ηλείας 1942 – 1994). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε κινηματογράφο στο Παρίσι (IDHEC). Εργάστηκε αρχικά ως δημοσιογράφος και κριτικός κινηματογράφου και το 1967 στράφηκε στη σκηνοθεσία, παρουσιάζοντας τη μικρού μήκους ταινία… …   Dictionary of Greek

  • Νικόδημος — I Ποιητής από την Ηράκλεια. Στην Παλατινή Ανθολογία σώζονται επτά επιγράμματα του, που ονομάζονται ανακυκλικά (το νόημά τους δεν μεταβάλλεται ακόμη κι αν οι λέξεις διαβαστούν με την ανάποδη σειρά). II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1 …   Dictionary of Greek

  • ψυχογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”